ItalianoGreco


stagnòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staɲˈɲɔla]

το κασσιτερόφυλλο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carta [θηλ.] stagnola = το αλουμινόχαρτο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---