Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stallàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stalˈlatiko]

1 σταβλισμός
2 κοπριά

stallàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stalˈlatiko]

ο του στάβλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stallare stallereccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stalinismo (ουσ αρσ )
stalinizzazione (θηλ.ουσ)
stalla (θηλ.ουσ)
stallaggio (ουσ αρσ )
stallare (ρ.αμτβ.)
stallatico (ουσ αρσ )
stallatico (επίθ.)
stallereccio (επίθ.)
stallia (θηλ.ουσ)
stalliere (ουσ αρσ )
stallino (επίθ.)
stallo (ουσ αρσ )
stallone (ουσ αρσ )
stamane (επίρ.)
stamani (επίρ.)
stamattina (επίρ.)
stambecco (ουσ αρσ )
stamberga (θηλ.ουσ)
stambugio (ουσ αρσ )
stamburamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---