Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stambèrga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stamˈbɛrga]

1 χαμοκέλα
2 καλύβα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stambecco stambugio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stallone (ουσ αρσ )
stamane (επίρ.)
stamani (επίρ.)
stamattina (επίρ.)
stambecco (ουσ αρσ )
stamberga (θηλ.ουσ)
stambugio (ουσ αρσ )
stamburamento (ουσ αρσ )
stamburare (ρ.αμτβ.)
stamburare (ρ. μτβ.)
stamburata (θηλ.ουσ)
stame (ουσ αρσ )
stamigna (θηλ.ουσ)
stamina (θηλ.ουσ)
staminale (ουσ αρσ )
staminale (επίθ.)
staminifero (επίθ.)
staminodio (ουσ αρσ )
stampa (θηλ.ουσ)
stampabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---