Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstaminàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stamiˈnale] στραβόξυλο (ξυλοδεσιάς καὶκιού) staminàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stamiˈnale] στημονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |