Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


staminàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stamiˈnale]

στραβόξυλο (ξυλοδεσιάς καὶκιού)

staminàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stamiˈnale]

στημονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stamina staminifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stamburare (ρ. μτβ.)
stamburata (θηλ.ουσ)
stame (ουσ αρσ )
stamigna (θηλ.ουσ)
stamina (θηλ.ουσ)
staminale (ουσ αρσ )
staminale (επίθ.)
staminifero (επίθ.)
staminodio (ουσ αρσ )
stampa (θηλ.ουσ)
stampabile (επίθ.)
stampaggio (ουσ αρσ )
stampaindirizzi (ουσ αρσ )
stampante (θηλ.ουσ)
stampante (επίθ.)
stampare (ρ. μτβ.)
stamparsi (ρ.μ. (αντων.))
stampatello (ουσ αρσ )
stampato (ουσ αρσ )
stampato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---