Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstampànte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stamˈpante] ο εκτυπωτής stampànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stamˈpante] Εκτυπωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |