Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stampàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stamˈpadʤo]

1 κατασκευή με πρεσάρισμα
2 καλούπωμα
3 νομισματοκοπία
4 εκτύπωση
5 θερμοπλαστική κατασκευή με καλούπι
6 ζόρισμα
7 πρεσάρισμα
8 συμπίεση
9 αποτύπωση
10 πατίκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stampabile stampaindirizzi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

staminale (επίθ.)
staminifero (επίθ.)
staminodio (ουσ αρσ )
stampa (θηλ.ουσ)
stampabile (επίθ.)
stampaggio (ουσ αρσ )
stampaindirizzi (ουσ αρσ )
stampante (θηλ.ουσ)
stampante (επίθ.)
stampare (ρ. μτβ.)
stamparsi (ρ.μ. (αντων.))
stampatello (ουσ αρσ )
stampato (ουσ αρσ )
stampato (επίθ.)
stampatore (ουσ αρσ )
stampatrice (θηλ.ουσ)
stampatura (θηλ.ουσ)
stampella (θηλ.ουσ)
stamperia (θηλ.ουσ)
stampiglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---