Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàmpa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstampa]

ο τύπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staminodio stampabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


agenzia [θηλ.] di stampa = το πρακτορείο τύπου || conferenza [θηλ.] stampa = η συνέντευξη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stamina (θηλ.ουσ)
staminale (ουσ αρσ )
staminale (επίθ.)
staminifero (επίθ.)
staminodio (ουσ αρσ )
stampa (θηλ.ουσ)
stampabile (επίθ.)
stampaggio (ουσ αρσ )
stampaindirizzi (ουσ αρσ )
stampante (θηλ.ουσ)
stampante (επίθ.)
stampare (ρ. μτβ.)
stamparsi (ρ.μ. (αντων.))
stampatello (ουσ αρσ )
stampato (ουσ αρσ )
stampato (επίθ.)
stampatore (ουσ αρσ )
stampatrice (θηλ.ουσ)
stampatura (θηλ.ουσ)
stampella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---