Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stampatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stampaˈtore]

1 εργάτης χειριστής πρέσας
2 εργάτης τυπογραφείου
3 τυπογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stampato stampatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stampare (ρ. μτβ.)
stamparsi (ρ.μ. (αντων.))
stampatello (ουσ αρσ )
stampato (ουσ αρσ )
stampato (επίθ.)
stampatore (ουσ αρσ )
stampatrice (θηλ.ουσ)
stampatura (θηλ.ουσ)
stampella (θηλ.ουσ)
stamperia (θηλ.ουσ)
stampiglia (θηλ.ουσ)
stampigliare (ρ. μτβ.)
stampigliatrice (θηλ.ουσ)
stampigliatura (θηλ.ουσ)
stampinatura (θηλ.ουσ)
stampino (ουσ αρσ )
stampista (ουσ αρσ και θηλ.)
stampo (ουσ αρσ )
stampone (ουσ αρσ )
stanare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---