Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstame]

1 μάλλινο νήμα
2 στήμονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stamburata stamigna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stambugio (ουσ αρσ )
stamburamento (ουσ αρσ )
stamburare (ρ.αμτβ.)
stamburare (ρ. μτβ.)
stamburata (θηλ.ουσ)
stame (ουσ αρσ )
stamigna (θηλ.ουσ)
stamina (θηλ.ουσ)
staminale (ουσ αρσ )
staminale (επίθ.)
staminifero (επίθ.)
staminodio (ουσ αρσ )
stampa (θηλ.ουσ)
stampabile (επίθ.)
stampaggio (ουσ αρσ )
stampaindirizzi (ουσ αρσ )
stampante (θηλ.ουσ)
stampante (επίθ.)
stampare (ρ. μτβ.)
stamparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---