Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stallàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stalˈlare]

πέφτω σε απώλεια στήριξης (για αεροσκάφος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stallaggio stallatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stalattitico (επίθ.)
stalinismo (ουσ αρσ )
stalinizzazione (θηλ.ουσ)
stalla (θηλ.ουσ)
stallaggio (ουσ αρσ )
stallare (ρ.αμτβ.)
stallatico (ουσ αρσ )
stallatico (επίθ.)
stallereccio (επίθ.)
stallia (θηλ.ουσ)
stalliere (ουσ αρσ )
stallino (επίθ.)
stallo (ουσ αρσ )
stallone (ουσ αρσ )
stamane (επίρ.)
stamani (επίρ.)
stamattina (επίρ.)
stambecco (ουσ αρσ )
stamberga (θηλ.ουσ)
stambugio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---