ItalianoGreco


stàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstallo]

1 απώλεια στήριξης (αεροσκάφους)
2 πατ (σκάκι)
3 στασίδι
4 κάθισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---