Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstallo]

1 απώλεια στήριξης (αεροσκάφους)
2 πατ (σκάκι)
3 στασίδι
4 κάθισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stallino stallone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stallatico (επίθ.)
stallereccio (επίθ.)
stallia (θηλ.ουσ)
stalliere (ουσ αρσ )
stallino (επίθ.)
stallo (ουσ αρσ )
stallone (ουσ αρσ )
stamane (επίρ.)
stamani (επίρ.)
stamattina (επίρ.)
stambecco (ουσ αρσ )
stamberga (θηλ.ουσ)
stambugio (ουσ αρσ )
stamburamento (ουσ αρσ )
stamburare (ρ.αμτβ.)
stamburare (ρ. μτβ.)
stamburata (θηλ.ουσ)
stame (ουσ αρσ )
stamigna (θηλ.ουσ)
stamina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---