Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstàgno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstaɲɲo] 1 (metallo) το καλάι 2 (palude) το έλος 3 (acquitrino) ο βάλτος stàgno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstaɲɲo] 1 ερμητικά κλειστός 2 ερμητικός 3 στεγανοποιημένος 4 αεροστεγής 5 στεγανός 6 αδιαπέραστος 7 αδιάβροχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |