Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stagnàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staɲˈɲata]

1 κόλλημα με ηλεκτρικό κολλητήρι
2 συγκόλληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stagnare stagnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stagna (θηλ.ουσ)
stagnamento (ουσ αρσ )
stagnante (επίθ.)
stagnare (ρ.αμτβ.)
stagnare (ρ. μτβ.)
stagnata (θηλ.ουσ)
stagnato (επίθ.)
stagnatura (θηλ.ουσ)
stagnazione (θηλ.ουσ)
stagnicoltura (θηλ.ουσ)
stagno (ουσ αρσ )
stagno (επίθ.)
stagnola (θηλ.ουσ)
stagnolo (επίθ.)
staio (ουσ αρσ )
stalagmite (θηλ.ουσ)
stalagmitico (επίθ.)
stalagmometria (θηλ.ουσ)
stalagmometro (ουσ αρσ )
stalattite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---