ItalianoGreco


stagnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [staɲˈɲato]

1 στεγανός
2 υδατοστεγής
3 κολλημένος (με ηλεκτρικό κολλητήρι)
4 επικασσιτερωμένος
5 συγκολλημένος (με ηλεκτρικό κολλητήρι)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---