Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stalagmìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stalagˈmite]

Σταλαγμίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staio stalagmitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stagno (ουσ αρσ )
stagno (επίθ.)
stagnola (θηλ.ουσ)
stagnolo (επίθ.)
staio (ουσ αρσ )
stalagmite (θηλ.ουσ)
stalagmitico (επίθ.)
stalagmometria (θηλ.ουσ)
stalagmometro (ουσ αρσ )
stalattite (θηλ.ουσ)
stalattitico (επίθ.)
stalinismo (ουσ αρσ )
stalinizzazione (θηλ.ουσ)
stalla (θηλ.ουσ)
stallaggio (ουσ αρσ )
stallare (ρ.αμτβ.)
stallatico (ουσ αρσ )
stallatico (επίθ.)
stallereccio (επίθ.)
stallia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---