Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstagióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [staˈʤone] η εποχή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαalta stagione [θηλ.] = η υψηλή σαιζόν || bassa [θηλ.] stagione = η χαμηλή σαιζόν || fuori stagione = εκτός εποχής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |