Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstagionàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [staʤoˈnare] 1 μεστώνω 2 ψωμώνω 3 παλαιώνω (πχ κρασί) 4 γουρμάζω 5 εγκλιματίζω 6 ετοιμάζω ξυλεία για χρήση 7 ωριμάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |