Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstadʤo]

1 πλάτη καρέκλας
2 ράβδος
3 άξονας υποστήριξης
4 υποστήριγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staggiare stagionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stafiloma (ουσ αρσ )
stafisagria (θηλ.ουσ)
stage (ουσ αρσ )
stagflazione (θηλ.ουσ)
staggiare (ρ. μτβ.)
staggio (ουσ αρσ )
stagionale (ουσ αρσ και θηλ.)
stagionale (επίθ.)
stagionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stagionato (επίθ.)
stagionatore (ουσ αρσ )
stagionatura (θηλ.ουσ)
stagione (θηλ.ουσ)
stagliare (ρ. μτβ.)
stagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stagliato (επίθ.)
stagna (θηλ.ουσ)
stagnamento (ουσ αρσ )
stagnante (επίθ.)
stagnare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---