Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstagionatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [staʤonaˈtore] 1 καλλιεργητής που μεστώνει καρπούς 2 αυτός που παλιώνει κρασί 3 αυτός που ξεραίνει ξυλεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |