Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stagionatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [staʤonaˈtore]

1 καλλιεργητής που μεστώνει καρπούς
2 αυτός που παλιώνει κρασί
3 αυτός που ξεραίνει ξυλεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stagionato stagionatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

staggio (ουσ αρσ )
stagionale (ουσ αρσ και θηλ.)
stagionale (επίθ.)
stagionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stagionato (επίθ.)
stagionatore (ουσ αρσ )
stagionatura (θηλ.ουσ)
stagione (θηλ.ουσ)
stagliare (ρ. μτβ.)
stagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stagliato (επίθ.)
stagna (θηλ.ουσ)
stagnamento (ουσ αρσ )
stagnante (επίθ.)
stagnare (ρ.αμτβ.)
stagnare (ρ. μτβ.)
stagnata (θηλ.ουσ)
stagnato (επίθ.)
stagnatura (θηλ.ουσ)
stagnazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---