Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciògliere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɔʎʎere]

1 (nodo) λύνω
2 (fondere) λειώνω

sciogliersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃɔʎʎersi]

1 (nodo) λύνομαι
2 (fondere) λειώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scioccone scioglilingua  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sciogliere un nodo = λύνω ένα κόμπο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scioccare (ρ. μτβ.)
sciocchezza (θηλ.ουσ)
sciocco (ουσ αρσ )
sciocco (επίθ.)
scioccone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciogliere (ρ. μτβ.)
sciogliersi (ρ.μ. (αντων.))
scioglilingua (ουσ αρσ )
scioglimento (ουσ αρσ )
sciolina (θηλ.ουσ)
sciolinare (ρ. μτβ.)
sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)
scioltezza (θηλ.ουσ)
sciolto (επίθ.)
scioperante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scioperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scioperataggine (θηλ.ουσ)
scioperatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---