Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scioperànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃopeˈrante]

απεργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciolto scioperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)
scioltezza (θηλ.ουσ)
sciolto (επίθ.)
scioperante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scioperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scioperataggine (θηλ.ουσ)
scioperatezza (θηλ.ουσ)
scioperato (ουσ αρσ )
scioperato (επίθ.)
sciopero (ουσ αρσ )
sciorinamento (ουσ αρσ )
sciorinare (ρ. μτβ.)
sciovia (θηλ.ουσ)
sciovinismo (ουσ αρσ )
sciovinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sciovinistico (επίθ.)
scipitaggine (θηλ.ουσ)
scipitezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---