Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscioperàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃopeˈrato] 1 ραχατλής 2 ρεμπεσκές 3 μανός 4 μαχμουρλής 5 τεμπελχανάς 6 τζερεμές 7 ρέμπελος 8 σπαρίλας 9 κοπρίτης 10 ανεπρόκοπος 11 απρόκοπος 12 τεμπέλης 13 ακαμάτης 14 αχμάκης 15 κηφήνας 16 αργόσχολος 17 αχαΐρευτος scioperàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃopeˈrato] 1 ράθυμος 2 αφιλόπονος 3 δυσκίνητος 4 αργός 5 τεμπέλικος 6 οκνός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |