Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scipitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃipiˈtettsa]

1 έλλειψη νοστιμάδας
2 ανουσιότητα
3 σαχλότητα
4 ανοστιά
5 ανοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scipitaggine scipito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciovia (θηλ.ουσ)
sciovinismo (ουσ αρσ )
sciovinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sciovinistico (επίθ.)
scipitaggine (θηλ.ουσ)
scipitezza (θηλ.ουσ)
scipito (επίθ.)
scippare (ρ. μτβ.)
scippatore (ουσ αρσ )
scippo (ουσ αρσ )
sciroccale (επίθ.)
sciroccata (θηλ.ουσ)
scirocco (ουσ αρσ )
sciroppare (ρ. μτβ.)
sciroppato (επίθ.)
sciroppo (ουσ αρσ )
sciropposo (επίθ.)
scirro (ουσ αρσ )
scirroso (επίθ.)
scisma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---