Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scipìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃiˈpito]

1 ανόητος
2 ηλίθιος
3 ανούσιος
4 άχαρος
5 άνοστος
6 άγευστος
7 νερόβραστος
8 σαχλός
9 γλυκανάλατος
10 κρύος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scipitezza scippare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciovinismo (ουσ αρσ )
sciovinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sciovinistico (επίθ.)
scipitaggine (θηλ.ουσ)
scipitezza (θηλ.ουσ)
scipito (επίθ.)
scippare (ρ. μτβ.)
scippatore (ουσ αρσ )
scippo (ουσ αρσ )
sciroccale (επίθ.)
sciroccata (θηλ.ουσ)
scirocco (ουσ αρσ )
sciroppare (ρ. μτβ.)
sciroppato (επίθ.)
sciroppo (ουσ αρσ )
sciropposo (επίθ.)
scirro (ουσ αρσ )
scirroso (επίθ.)
scisma (ουσ αρσ )
scismatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---