Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scioltézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃolˈtettsa]

1 ευφράδεια
2 χαλάρωση
3 ευχέρεια μάθησης
4 επιδεξιότητα
5 ευκινησία
6 σβελτάδα
7 χαλαρότητα
8 ευστροφία
9 γλαφυρότητα
10 ελευθεριότητα
11 άνεση
12 μποσικάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scioltamente sciolto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciolina (θηλ.ουσ)
sciolinare (ρ. μτβ.)
sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)
scioltezza (θηλ.ουσ)
sciolto (επίθ.)
scioperante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scioperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scioperataggine (θηλ.ουσ)
scioperatezza (θηλ.ουσ)
scioperato (ουσ αρσ )
scioperato (επίθ.)
sciopero (ουσ αρσ )
sciorinamento (ουσ αρσ )
sciorinare (ρ. μτβ.)
sciovia (θηλ.ουσ)
sciovinismo (ουσ αρσ )
sciovinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sciovinistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---