Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciolinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃioliˈnare]

επαλείφω τα σκι με κερί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciolina sciolinatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciogliere (ρ. μτβ.)
sciogliersi (ρ.μ. (αντων.))
scioglilingua (ουσ αρσ )
scioglimento (ουσ αρσ )
sciolina (θηλ.ουσ)
sciolinare (ρ. μτβ.)
sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)
scioltezza (θηλ.ουσ)
sciolto (επίθ.)
scioperante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scioperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scioperataggine (θηλ.ουσ)
scioperatezza (θηλ.ουσ)
scioperato (ουσ αρσ )
scioperato (επίθ.)
sciopero (ουσ αρσ )
sciorinamento (ουσ αρσ )
sciorinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---