Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciogliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃoʎʎiˈmento] 1 εξάρθρωση 2 λιώσιμο 3 λύσιμο 4 αποσύνθεση 5 διάλυση 6 λύση 7 διάσπαση 8 διασκόρπιση 9 διαχωρισμός 10 εκκαθάριση 11 εκποίηση 12 κατάργηση 13 επίλυση 14 αποσύνδεση 15 ξεκαθάρισμα 16 αποδιάρθρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |