Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciocchézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃokˈkettsa]

η ηλιθιότητα, η ανοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scioccare sciocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scintoistico (επίθ.)
sciò (επιφ.)
scioccamente (επίρ.)
scioccante (επίθ.)
scioccare (ρ. μτβ.)
sciocchezza (θηλ.ουσ)
sciocco (ουσ αρσ )
sciocco (επίθ.)
scioccone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciogliere (ρ. μτβ.)
sciogliersi (ρ.μ. (αντων.))
scioglilingua (ουσ αρσ )
scioglimento (ουσ αρσ )
sciolina (θηλ.ουσ)
sciolinare (ρ. μτβ.)
sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)
scioltezza (θηλ.ουσ)
sciolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---