Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscioccàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ʃokˈkare] 1 σοκάρω 2 καταπλήσσω 3 ενοχλώ με απρεπή λόγο ή πράξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |