Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scioccànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃokˈkante]

1 ανησυχητικός
2 συγκλονιστικός
3 τρομερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scioccamente scioccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scintoista (ουσ αρσ και θηλ.)
scintoista (επίθ.)
scintoistico (επίθ.)
sciò (επιφ.)
scioccamente (επίρ.)
scioccante (επίθ.)
scioccare (ρ. μτβ.)
sciocchezza (θηλ.ουσ)
sciocco (ουσ αρσ )
sciocco (επίθ.)
scioccone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciogliere (ρ. μτβ.)
sciogliersi (ρ.μ. (αντων.))
scioglilingua (ουσ αρσ )
scioglimento (ουσ αρσ )
sciolina (θηλ.ουσ)
sciolinare (ρ. μτβ.)
sciolinatura (θηλ.ουσ)
sciolta (θηλ.ουσ)
scioltamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---