Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predicatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [predikaˈtore]

1 πρόμαχος
2 παραστάτης
3 προασπιστής
4 ιεροκήρυκας
5 συνήγορος
6 υπέρμαχος
7 υπερασπιστής
8 κήρυκας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predicato predicatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predicabile (επίθ.)
predicamento (ουσ αρσ )
predicare (ρ. μτβ.)
predicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
predicato (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatorio (επίθ.)
predicazione (θηλ.ουσ)
predicozzo (ουσ αρσ )
predigerire (ρ. μτβ.)
predigestione (θηλ.ουσ)
prediletto (ουσ αρσ )
prediletto (επίθ.)
predilezione (θηλ.ουσ)
prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)
predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---