ItalianoGreco


predicatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [predikaˈtore]

1 πρόμαχος
2 παραστάτης
3 προασπιστής
4 ιεροκήρυκας
5 συνήγορος
6 υπέρμαχος
7 υπερασπιστής
8 κήρυκας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---