Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predicàbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prediˈkabile]

το βεβαιώσιμο (φιλοσοφία)

predicàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prediˈkabile]

1 που μπορεί να κηρυχθεί
2 βεβαιώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predica predicamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predetto (επίθ.)
prediabete (ουσ αρσ )
prediabetico (αρσ. επίθ και ουσ)
prediale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
predica (θηλ.ουσ)
predicabile (ουσ αρσ )
predicabile (επίθ.)
predicamento (ουσ αρσ )
predicare (ρ. μτβ.)
predicativo (αρσ. επίθ και ουσ)
predicato (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatore (αρσ. επίθ και ουσ)
predicatorio (επίθ.)
predicazione (θηλ.ουσ)
predicozzo (ουσ αρσ )
predigerire (ρ. μτβ.)
predigestione (θηλ.ουσ)
prediletto (ουσ αρσ )
prediletto (επίθ.)
predilezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---