Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpredicàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [prediˈkato] 1 κατηγορούμενο (συντακτικό) 2 κατηγόρημα (γραμματική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |