Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predisporsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [predisˈporsi]

1 προετοιμάζομαι
2 ετοιμάζομαι
3 προμελετώ
4 προαλείφομαι
5 προπαρασκευάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predire predisporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predilezione (θηλ.ουσ)
prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)
predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)
predisposizione (θηλ.ουσ)
predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)
predominante (επίθ.)
predominanza (θηλ.ουσ)
predominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
predominio (ουσ αρσ )
predone (ουσ αρσ )
preelettorale (επίθ.)
preellenico (επίθ.)
preenfasi (θηλ.ουσ)
preesistente (αρσ. επίθ και ουσ)
preesistenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---