ItalianoGreco


predispórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [predisˈporre]

1 προδιαθέτω
2 προετοιμάζω
3 προκαταλαμβάνω
4 εξυφαίνω
5 προδικάζω
6 προὶδεάζω
7 προεπεξεργάζομαι
8 παρασκευάζω
9 προπαρασκευάζω
10 προκαταρτίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---