Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predispórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [predisˈporre]

1 προδιαθέτω
2 προετοιμάζω
3 προκαταλαμβάνω
4 εξυφαίνω
5 προδικάζω
6 προὶδεάζω
7 προεπεξεργάζομαι
8 παρασκευάζω
9 προπαρασκευάζω
10 προκαταρτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predisporsi predisposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prediligere (ρ. μτβ.)
prediluviale (επίθ.)
predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)
predisposizione (θηλ.ουσ)
predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)
predominante (επίθ.)
predominanza (θηλ.ουσ)
predominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
predominio (ουσ αρσ )
predone (ουσ αρσ )
preelettorale (επίθ.)
preellenico (επίθ.)
preenfasi (θηλ.ουσ)
preesistente (αρσ. επίθ και ουσ)
preesistenza (θηλ.ουσ)
preesistere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---