Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predispósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [predisˈposto]

1 ευάλωτος
2 ευαίσθητος
3 ευεπηρέαστος
4 ευπαθής
5 ευκολοεπηρέαστος
6 επιδεκτικός
7 προδιατεθειμένος
8 επιρρεπής
9 σχεδιασμένος δεκτικός
10 συναισθηματικός
11 ευεπίφορος
12 προετοιμασμένος
13 προπαρασκευασμένος
14 μικροφιλότιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predisposizione predizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predio (ουσ αρσ )
predire (ρ. μτβ.)
predisporsi (ρ.μ. (αντων.))
predisporre (ρ. μτβ.)
predisposizione (θηλ.ουσ)
predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)
predominante (επίθ.)
predominanza (θηλ.ουσ)
predominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
predominio (ουσ αρσ )
predone (ουσ αρσ )
preelettorale (επίθ.)
preellenico (επίθ.)
preenfasi (θηλ.ουσ)
preesistente (αρσ. επίθ και ουσ)
preesistenza (θηλ.ουσ)
preesistere (ρ.αμτβ.)
prefabbricare (ρ. μτβ.)
prefabbricato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---