Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefabbricàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prefabbriˈkato]

προκατασκευασμένο κτίριο

prefabbricàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prefabbriˈkato]

προκατασκευασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefabbricare prefabbricazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preenfasi (θηλ.ουσ)
preesistente (αρσ. επίθ και ουσ)
preesistenza (θηλ.ουσ)
preesistere (ρ.αμτβ.)
prefabbricare (ρ. μτβ.)
prefabbricato (ουσ αρσ )
prefabbricato (επίθ.)
prefabbricazione (θηλ.ουσ)
prefatore (ουσ αρσ )
prefazio (ουσ αρσ )
prefazionare (ρ. μτβ.)
prefazione (θηλ.ουσ)
preferenza (θηλ.ουσ)
preferenziale (επίθ.)
preferibile (επίθ.)
preferibilità (θηλ.ουσ)
preferibilmente (επίρ.)
preferire (ρ. μτβ.)
preferito (ουσ αρσ )
preferito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---