Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefàzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈfattsjo]

πρόλογος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefatore prefazionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefabbricare (ρ. μτβ.)
prefabbricato (ουσ αρσ )
prefabbricato (επίθ.)
prefabbricazione (θηλ.ουσ)
prefatore (ουσ αρσ )
prefazio (ουσ αρσ )
prefazionare (ρ. μτβ.)
prefazione (θηλ.ουσ)
preferenza (θηλ.ουσ)
preferenziale (επίθ.)
preferibile (επίθ.)
preferibilità (θηλ.ουσ)
preferibilmente (επίρ.)
preferire (ρ. μτβ.)
preferito (ουσ αρσ )
preferito (επίθ.)
prefettessa (θηλ.ουσ)
prefettizio (επίθ.)
prefetto (ουσ αρσ )
prefettura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---