Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefettéssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prefetˈtessa]

1 γυναίκα νομαρχίνα
2 γυναίκα νομάρχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preferito prefettizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preferibilità (θηλ.ουσ)
preferibilmente (επίρ.)
preferire (ρ. μτβ.)
preferito (ουσ αρσ )
preferito (επίθ.)
prefettessa (θηλ.ουσ)
prefettizio (επίθ.)
prefetto (ουσ αρσ )
prefettura (θηλ.ουσ)
prefica (θηλ.ουσ)
prefiggere (ρ. μτβ.)
prefiggersi (ρ.μ. (αντων.))
prefigurare (ρ. μτβ.)
prefigurazione (θηλ.ουσ)
prefinanziamento (ουσ αρσ )
prefinanziare (ρ. μτβ.)
prefissare (ρ. μτβ.)
prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---