Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefìsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈfisso]

1 telefonia ο κωδικός
2 grammatica το πρόθεμα

prefìsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈfisso]

1 προδιατεθειμένος
2 προκαθορισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefissato preflorazione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prefisso [αρσ.] telefonico = ο τηλεφωνικός κωδικός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefigurazione (θηλ.ουσ)
prefinanziamento (ουσ αρσ )
prefinanziare (ρ. μτβ.)
prefissare (ρ. μτβ.)
prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)
preflorazione (θηλ.ουσ)
prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)
pregiare (ρ. μτβ.)
pregiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pregiatissimo (επίθ.)
pregiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---