Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preghièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preˈgjɛra]

1 (esortazione) η παράκληση
2 religione η προσευχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pregevolmente pregiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)
pregiare (ρ. μτβ.)
pregiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pregiatissimo (επίθ.)
pregiato (επίθ.)
pregio (ουσ αρσ )
pregiudicante (επίθ.)
pregiudicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pregiudicativo (επίθ.)
pregiudicato (ουσ αρσ )
pregiudicato (επίθ.)
pregiudiziale (θηλ.ουσ)
pregiudiziale (επίθ.)
pregiudizialità (θηλ.ουσ)
pregiudizievole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---