Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pregiudicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preʤudiˈkato]

1 κακοποιός
2 κατηγορούμενος με πλούσιο ποινικό μητρώο

pregiudicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preʤudiˈkato]

1 σίγουρος να αποτύχει
2 χαμένος
3 αποφασισμένος (για θάνατο)
4 καταδικασμένος
5 έκθετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pregiudicativo pregiudiziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pregiato (επίθ.)
pregio (ουσ αρσ )
pregiudicante (επίθ.)
pregiudicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pregiudicativo (επίθ.)
pregiudicato (ουσ αρσ )
pregiudicato (επίθ.)
pregiudiziale (θηλ.ουσ)
pregiudiziale (επίθ.)
pregiudizialità (θηλ.ουσ)
pregiudizievole (επίθ.)
pregiudizio (ουσ αρσ )
preglaciale (επίθ.)
pregnante (επίθ.)
pregnanza (θηλ.ουσ)
pregno (επίθ.)
prego (επιφ.)
pregresso (επίθ.)
pregustare (ρ. μτβ.)
pregustazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---