Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pregiudizialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preʤudittsjaliˈta]

προκαταρκτική φύση (δικαστική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pregiudiziale pregiudizievole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pregiudicativo (επίθ.)
pregiudicato (ουσ αρσ )
pregiudicato (επίθ.)
pregiudiziale (θηλ.ουσ)
pregiudiziale (επίθ.)
pregiudizialità (θηλ.ουσ)
pregiudizievole (επίθ.)
pregiudizio (ουσ αρσ )
preglaciale (επίθ.)
pregnante (επίθ.)
pregnanza (θηλ.ουσ)
pregno (επίθ.)
prego (επιφ.)
pregresso (επίθ.)
pregustare (ρ. μτβ.)
pregustazione (θηλ.ουσ)
preistoria (θηλ.ουσ)
preistorico (επίθ.)
prelatesco (επίθ.)
prelato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---