Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pregnànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preɲˈɲante]

1 πλούσιος σε έννοια (μεταφορικά)
2 έγκυος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preglaciale pregnanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pregiudiziale (επίθ.)
pregiudizialità (θηλ.ουσ)
pregiudizievole (επίθ.)
pregiudizio (ουσ αρσ )
preglaciale (επίθ.)
pregnante (επίθ.)
pregnanza (θηλ.ουσ)
pregno (επίθ.)
prego (επιφ.)
pregresso (επίθ.)
pregustare (ρ. μτβ.)
pregustazione (θηλ.ουσ)
preistoria (θηλ.ουσ)
preistorico (επίθ.)
prelatesco (επίθ.)
prelato (επίθ.)
prelatura (θηλ.ουσ)
prelavaggio (ουσ αρσ )
prelazione (θηλ.ουσ)
prelegato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---