Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pregevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [preʤevoˈlettsa]

1 τιμή
2 πολυτιμότητα
3 αξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pregevole pregevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)
pregiare (ρ. μτβ.)
pregiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pregiatissimo (επίθ.)
pregiato (επίθ.)
pregio (ουσ αρσ )
pregiudicante (επίθ.)
pregiudicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pregiudicativo (επίθ.)
pregiudicato (ουσ αρσ )
pregiudicato (επίθ.)
pregiudiziale (θηλ.ουσ)
pregiudiziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---