Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preformàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preforˈmare]

1 προσχηματίζω
2 σχηματίζω περίπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefogliazione preformazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)
preflorazione (θηλ.ουσ)
prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)
pregiare (ρ. μτβ.)
pregiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pregiatissimo (επίθ.)
pregiato (επίθ.)
pregio (ουσ αρσ )
pregiudicante (επίθ.)
pregiudicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pregiudicativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---