Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preflorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prefloratˈtsjone]

1 προάνθηση
2 θερινή νάρκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefisso prefogliazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefinanziare (ρ. μτβ.)
prefissare (ρ. μτβ.)
prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)
preflorazione (θηλ.ουσ)
prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)
pregiare (ρ. μτβ.)
pregiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
pregiatissimo (επίθ.)
pregiato (επίθ.)
pregio (ουσ αρσ )
pregiudicante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---