Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefinanziaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prefinantsjaˈmento]

1 προχρηματοδότηση
2 προκαταβολή χρηματοδότησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefigurazione prefinanziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefica (θηλ.ουσ)
prefiggere (ρ. μτβ.)
prefiggersi (ρ.μ. (αντων.))
prefigurare (ρ. μτβ.)
prefigurazione (θηλ.ουσ)
prefinanziamento (ουσ αρσ )
prefinanziare (ρ. μτβ.)
prefissare (ρ. μτβ.)
prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)
preflorazione (θηλ.ουσ)
prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)
pregevole (επίθ.)
pregevolezza (θηλ.ουσ)
pregevolmente (επίρ.)
preghiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---