Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prefìggere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈfidʤere]

1 κανονίζω
2 προτάσσω
3 προκαθορίζω
4 ιδρύω

prefiggersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [preˈfidʤersi]

προτίθεμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prefica prefigurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prefettessa (θηλ.ουσ)
prefettizio (επίθ.)
prefetto (ουσ αρσ )
prefettura (θηλ.ουσ)
prefica (θηλ.ουσ)
prefiggere (ρ. μτβ.)
prefiggersi (ρ.μ. (αντων.))
prefigurare (ρ. μτβ.)
prefigurazione (θηλ.ουσ)
prefinanziamento (ουσ αρσ )
prefinanziare (ρ. μτβ.)
prefissare (ρ. μτβ.)
prefissato (επίθ.)
prefisso (ουσ αρσ )
prefisso (επίθ.)
preflorazione (θηλ.ουσ)
prefogliazione (θηλ.ουσ)
preformare (ρ. μτβ.)
preformazione (θηλ.ουσ)
pregare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---