Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


predomìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [predoˈminjo]

1 υπεροχή
2 υπερίσχυση
3 επικράτηση
4 ανωτερότητα
5 ξεπέρασμα
6 κατίσχυση
7 επιβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  predominare predone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

predisposto (επίθ.)
predizione (θηλ.ουσ)
predominante (επίθ.)
predominanza (θηλ.ουσ)
predominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
predominio (ουσ αρσ )
predone (ουσ αρσ )
preelettorale (επίθ.)
preellenico (επίθ.)
preenfasi (θηλ.ουσ)
preesistente (αρσ. επίθ και ουσ)
preesistenza (θηλ.ουσ)
preesistere (ρ.αμτβ.)
prefabbricare (ρ. μτβ.)
prefabbricato (ουσ αρσ )
prefabbricato (επίθ.)
prefabbricazione (θηλ.ουσ)
prefatore (ουσ αρσ )
prefazio (ουσ αρσ )
prefazionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---